Καλώς ήλθατε στο Ιστολόγιο του mesologgi-sport

Πως η Γερμανία ανέβηκε και πάλι στην ποδοσφαιρική κορυφή


Ολη η Ευρώπη – ίσως και η ίδια η UEFA - περίμενε και ήθελε έναν ισπανικό τελικό στο Champions League. Ενα clasico. Τα σχέδια, όμως, υπάρχουν για να ανατρέπονται. Εκτός, αν μιλάμε για γερμανικά σχέδια. Η εκτόξευση της Μπάγερν και η ραγδαία άνοδος της Ντόρτμουντ δεν συνέβησαν στην τύχη.



Είναι αποτελέσματα ενός καλοδουλεμένου πλάνου που ξεκίνησε πριν από περίπου 14 χρόνια. Τότε που η Γερμανία από φόβητρο σε εθνικό επίπεδο, είχε μετατραπεί σε μια παρηκμασμένη και δίχως ταλέντο ποδοσφαιρική ομάδα.

Το σχέδιο ανάπτυξης που εκπόνησαν και τήρησαν πιστά οι Γερμανοί στηρίχθηκε σε δύο άξονες. Την αναβάθμιση των ακαδημιών μέσω γενναίων επενδύσεων στις υποδομές και την εκμετάλλευση των μεταναστών που είτε γεννήθηκαν είτε μεγάλωσαν στη Γερμανία. Κάπως έτσι η nationalmanshaft έφτασε στο σημείο να είναι μια πολυεθνική δύναμη.

Η αναδόμηση του γερμανικού ποδοσφαίρου ξεκίνησε το 1999 υπό την εποπτεία του τότε αντιπροέδρου της ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας, του μεγάλου Φρανς Μπεκενμπάουερ. Το σχέδιο δεν ήταν κάτι εξεζητημένο. Εν πολλοίς ήταν μια αντιγραφή του γαλλικού μοντέλου ακαδημιών. Διότι δεν είναι ντροπή να αντιγράφεις, αρκεί να πατάς στα πόδια σου και να ξέρεις που θέλεις να φτάσεις.

Επένδυση 500 εκατ. ευρώ στις υποδομές

Από το 1999 μέχρι και σήμερα η Γερμανία έχει επενδύσει περισσότερα από 500 εκατ. ευρώ στην ανάπτυξη των ποδοσφαιρικών υποδομών, ενώ κάθε σύλλογος της Μπουντεσλίγκα δαπανά ετησίως τουλάχιστον ένα εκατ. ευρώ για την λειτουργία των ακαδημιών του.

Που πήγαν αυτά τα λεφτά; Στην κατασκευή ή τον εκσυγχρονισμό περισσότερων από 100 αθλητικών εγκαταστάσεων και προπονητικών κέντρων σε όλη τη χώρα που αριθμεί πάνω από 26.000 συλλόγους. Εγκαταστάσεων αποκλειστικής χρήσης για παιδιά ηλικίας 10-17 ετών. Στην στελέχωση των αθλητικών κέντρων με διπλωματούχους προπονητές.
Η ομοσπονδία προσέλαβε 1.000 εθνικούς προπονητές για να δουλέψουν (έξτρα από τους συλλογικούς προπονητές) με παιδιά 11-14 ετών και να διαμορφώσουν κατάλληλα την ποδοσφαιρική τους παιδεία.

Παράλληλα, η Γερμανία έκανε πιο αυστηρούς τους κανονισμούς βάζοντας μέσα στις προϋποθέσεις αδειοδότησης των συλλόγων των δύο πρώτων εθνικών κατηγοριών συγκεκριμένες, υψηλών απαιτήσεων, οδηγίες για τη λειτουργία των ακαδημιών τους, ενώ μετέτρεψε 29 σχολεία καταρτισμού σε ανώτατα ποδοσφαιρικά σχολεία, έτσι ώστε οι επίδοξοι ποδοσφαιριστές να μην στερούνται την ακαδημαϊκή μόρφωση μέχρι να φτάσουν σε επίπεδο πανεπιστημίου, αλλά να έχουν και χρόνο για να προπονούνται.

Η υλοποίηση τέτοιων σχεδίων απαιτεί δύο βασικά συστατικά. Υπομονή και ψυχραιμία γιατί όταν επενδύεις στις ακαδημίες αργείς να γευθείς τον καρπό της επιτυχίας. Οι Γερμανοί τα είχαν και τα δύο. Δεν παρέκκλιναν στο ελάχιστο από το πλάνο τους. Παρά το στραπάτσο στο Euro 2000, όταν η Γερμανία δεν κατάφερε να περάσει από τη φάση των ομίλων, παρά το οικονομικό κραχ που επέφερε η κατάρρευση του τηλεοπτικού δικτύου Λέο Κιρχ που πλήρωνε πολλά εκατομμύρια για τα δικαιώματα μετάδοσης της Μπουντεσλίγκα.

Αντιθέτως, στην προσπάθεια να ανακαλύψουν και να καλλιεργήσουν νέα ταλέντα, πήραν κι άλλα μέτρα για την εκμετάλλευση των ακαδημιών. Φρόντισαν – με προσπάθεια του τότε ομοσπονδιακού τεχνικού, Γιούργκεν Κλίνσμαν – να δώσουν μια ενιαία ταυτότητα στη φιλοσοφία λειτουργίας των τμημάτων υποδομής, έτσι ώστε να καταστεί πιο εύκολη η ενσωμάτωση των νεαρών ποδοσφαιριστών σε επαγγελματικό επίπεδο.

Εφτιαξαν, μάλιστα, αναλυτικό οδηγό λειτουργίας που μοιράστηκε σε όλα τα κλιμάκια των μικρών εθνικών ομάδων, τα οποία άρχισαν να δουλεύουν στα πρότυπα της Εθνικής Ανδρών.

Το ίδιο ίσχυε και για τις ακαδημίες των συλλόγων που είχαν αυστηρές προδιαγραφές για την καθοδήγηση των ποδοσφαιριστών τους.
Ολοι οι προπονητές ήταν υποχρεωμένοι να δουλεύουν είτε το σύστημα 4-2-3-1 είτε το 4-3-3 με κυρίαρχα χαρακτηριστικά του τρόπου παιχνιδιού τον έλεγχο της μπάλας, την πίεση ψηλά, την εναλλαγή θέσεων και τη δημιουργικότητα.

Μέσα από αυτή την μαζική παραγωγική διαδικασία βγήκαν ποδοσφαιριστές όπως οι Οζίλ, Κεντίρα, Γκέτσε, Ρόις, Κροος, Μπόατενγκ, Νόιερ, Μίλερ, Σβάινστάιγκερ, Χούμελς, Χέβεντες, Μπέντερ, Ποντόλσκι, Μπαντστούρμπερ και πάρα πολλοί άλλοι. Επίσης, παρατηρήθηκε μεγάλη άνοδος στο ποσοστό χρησιμοποίησης γηγενών ποδοσφαιριστών από τις ομάδες της Μπουντεσλίγκα.

Ετσι, σιγά, σιγά η εθνική Γερμανίας έγινε και πάλι πρωταγωνίστρια που αποδίδει υψηλής ποιότητας ποδόσφαιρο, η Μπουντελίγκα, αφού έκανε μια... κοιλιά ανέβηκε επίπεδο ανταγωνιστικότητας και πλέον μπορεί να υπερηφανεύεται πως στέλνει δύο ομάδες στο τελικό του Champions League.

Η ενσωμάτωση των μεταναστών

Το πιο δύσκολο ίσως κομμάτι αυτού του σχεδίου ήταν η ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στη γερμανική ποδοσφαιρική φιλοσοφία.
Παρότι η χρησιμοποίηση «ξένων», κυρίως Πολωνών, στην εθνική Γερμανίας δεν ήταν κάτι νέο, η μαζική χρησιμοποίησή τους συνάντησε εμπόδια από τους ακροδεξιούς κι αμφισβήτηση ακόμα και από την ίδια την ποδοσφαιρόφιλη Ανγκελα Μέρκελ που το 2008 είχε τοποθετηθεί επίσημα επί του θέματος.

Η καλύτερη απάντηση σε τέτοιες περιπτώσεις είναι τ' αποτελέσματα. Μόλις άρχισαν να έρχονται, οι ακροδεξιοί υποχώρησαν και η Μέρκελ συχνάζει στα γήπεδα με σακάκια σάπιο μήλο πανηγυρίζοντας για την πολυεθνική ομάδα της. Χαρακτηριστικό είναι πως στο τελευταίο Μουντιάλ, αυτό της Νότιας Αφρικής από τους 23 ποδοσφαιριστές, οι 11 δεν ήταν αυτό που λέμε βέροι Γερμανοί. Συγκεκριμένα, οι Κλόζε, Ποντόλσκι, Τροχόφσκι, Μαρίν (πολωνικής καταγωγής), Οζίλ, Σασί (τουρκικής καταγωγής), Γκόμεζ (από Ισπανό πατέρα), Κεντίρα (από Τυνήσιο πατέρα), Μπόατενγκ (Γκανέζος), Αόγκο (Νιγηριανός), Κακάου (Βραζιλιάνος).

Πλέον οι Γερμανοί έχουν αποδεχτεί πως ορισμένα από τα αστέρια τους δεν είναι η επιτομή της Αρειας Φυλής. Αυτό που δεν μπορούν να καταπιούν εύκολα είναι πως όταν παίζει η εθνική τους ομάδα οι περισσότεροι διεθνείς δεν γνωρίζουν και δεν τραγουδούν τον εθνικό τους ύμνο.

Τo Financial Fair Play

Εκτος από την πολύ καλή δουλειά που γίνεται στις ακαδημίες, πάντως, ένας από τους λόγους που η Μπουντεσλίγκα έχει προσπεράσει άλλα πιο προβεβλημένα πρωταθλήματα όπως η Πρέμιερ Λιγκ είναι καθαρά οικονομικός. Οι Γερμανοί ως ορθολογιστές αποφεύγουν τις αλόγιστες σπατάλες. Δοκίμασαν αυτή την τακτική στις αρχές του 2000 όταν το χρήμα από τα τηλεοπτικά έρεε άφθονο, το πρωτάθλημα γέμισε ξένους κι όταν τα λεφτά τελείωσαν έγινε η βουτιά.

Οι κλυδωνισμοί από την κατάρρευση του τηλεοπτικού ομίλου του Λέο Κιρχ βγήκαν σε καλό στους Γερμανούς που εδώ και χρόνια έχουν εφαρμόσει κάτι σαν το salary cap του NBA ή το financial fair play που εσχάτως (πιλοτικά ακόμα) εφαρμόζει η UEFA. Η λογική είναι απλή.
Κάθε σύλλογος ξοδεύει ανάλογα με τα έσοδά του. Υπάρχει ένα ισοζύγιο που πρέπει να τηρείται έτσι ώστε να μην δημιουργούνται χρέη.

Η σωστή οικονομική διαχείριση επιτρέπει στη Μπουντεσλίγκα να είναι μακράν το πιο υγιές πρωτάθλημα. Το μόνο αρνητικό είναι πως η Μπάγερν ως κολοσσός έχει πολύ περισσότερο χρήμα να διαθέσει με αποτέλεσμα να υπάρχει ο ορατός κίνδυνος να ξεφύγει από τον ανταγωνισμό και να καταστήσει το πρωτάθλημα μονότονο.

Η απόκτηση του Γκέτσε από τη Ντόρτμουντ έναντι 37 εκατ. ευρώ και η επικείμενη νέα... αποψίλωση τον Βεστφαλών με τη μετακόμιση του Λεβαντόφσκι στο Μόναχο έναντι περίπου 40 εκατ. ευρώ είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα.

«Θα γίνουμε Σκωτία, όπου η Σέλτικ πλέον παίζει μόνη της και κατακτά όλα τα πρωταθλήματα», προειδοποίησε ο Γιούργκεν Κλοπ. Μέχρι τότε, όμως, η Μπουντελίγκα έχει κάθε δικαίωμα να απολαμβάνει την καθολική της επιτυχία και ο Κλοπ να ονειρεύεται πως το δικό του ποδοσφαιρικό στοίχημα, το αξιοζήλευτο εγχείρημα της Ντόρτμουντ μπορεί να νικήσει τα εκατομμύρια της Μπάγερν και να στεφθεί πρωταθλήτρια Ευρώπης.
Μια Ντόρτμουντ η δημιουργία της οποίας δεν κόστισε ούτε τα μισά από τα χρήματα που δαπάνησε η Ρεάλ Μαδρίτης για να αποκτήσει μόνο τον Κριστιάνο Ρονάλντο.





Παναγιώτης Αρωνιάδης
iefimerida.gr ....acadimies.gr/