Καλώς ήλθατε στο Ιστολόγιο του mesologgi-sport

Μπάλα, φτώχεια και Μνημόνιο

Από τα κλισέ των αθλητικών εκπομπών με την έναρξη των αγώνων πρωταθλήματος ποδοσφαίρου καταλάβαμε ότι η μπάλα άρχισε και για φέτος. Η «επίσημη» μπάλα δηλαδή, και μάλιστα μέσα στο κατακαλόκαιρο. Ευτυχώς που τα βράδια φυσάει λίγο και δροσίζει στις ημιάδειες κερκίδες των εγχώριων γηπέδων...




Το συναρπαστικό ομαδικό αυτό άθλημα, που έχει υποστεί τα πάνδεινα στην ιστορία του, παραμένει μολαταύτα το περισσότερο δημοφιλές και λαϊκό «σπορ».
Κανένα άλλο από τα ομαδικά αθλητικά αγωνίσματα δεν προσελκύει τέτοιας έκτασης και έντασης μάζες θεατών και φίλων που να συνεπαίρονται από τη μαγεία του, νιώθοντας σαν να μετέχουν και οι ίδιοι στον αγώνα.
Αυτή ακριβώς η δυναμική του μαζικότητα συνιστά όμως και την κρίσιμη πτυχή του αγωνίσματος. Η έμμονη κρίση που ταλαιπωρεί και διασύρει συχνά το ποδοσφαιρικό άθλημα διεθνώς, έχει στη χώρα μας συνήθη μεν αίτια αλλά και κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Σήμερα γίνεται λόγος για "μπράβους" των ομάδων, πριν για "νταβατζήδες", παλαιότερα για «βαλιτσάκηδες» κ.ο.κ. Μια ενδημική κρίση, απότοκος της σημερινής άκρατης εμπορικοποίησής του, η οποία διακινείται και μέσω ιδιωτικών «στρατών» οπαδών των ομάδων.

Στην Ελλάδα το ποδόσφαιρο ξεκίνησε μέσα στις "αλάνες" των πόλεων, όπου έπαιζαν το «τόπι» τα παιδιά της γειτονιάς. Εννοείται αυστηρώς τα αρσενικά, τα θήλεα θεατές μόνο και από μακριά, τότε. Η μπάλα έμελλε να καταστεί έτσι ένα λαϊκό ομαδικό και ανδρικό άθλημα. Για πολλές δεκαετίες διατηρούσε τον κοινωνικό του αυτό χαρακτήρα, ακόμα κι όταν άρχισαν οι κατηγοριοποιήσεις, ομοσπονδίες, ΠΡΟ-ΠΟ κ.ά.
Είχε μπει βαθιά στην καρδιά και στο θυμικό του Ελληνα, όπως και άλλων Ευρωπαίων, της κομμουνιστικής Ανατολής τότε και της πλούσιας ευρωπαϊκής Δύσης.
Τούτο όμως με πολύ διαφορετικές προδιαγραφές: οι Εγγλέζοι "πολιτισμένοι" φίλαθλοι λ.χ. τραγουδούσαν το "γκολ", ενώ οι δικοί μας ούρλιαζαν εδώ από ικανοποίηση ή οργή ανάλογα, εκστομίζοντας τα όσα χυδαιοϋβρισιτικά, με τη «μάνα του διαιτητή» στο επίκεντρο.
Η κατάσταση μολαταύτα δεν ξεπερνούσε τα όρια μιας αποκρουστικής, έστω, "γραφικότητας" και μαζικής εκτόνωσης μέσα στο γήπεδο.

Την πρώτη του μεγάλη δόξα θα γνώριζε το ελληνικό ποδόσφαιρο στα χρόνια της χουντικής επταετίας, όταν φτάσαμε στο πολυθρύλητο "Γουέμπλεϊ". Υπήρξε τότε μια πολιτική αποχαύνωσης του κόσμου που προωθούσαν συστηματικά οι Απριλιανοί, για να καλύψουν τα ιδεολογικοπολιτικά τους κενά. Εκείνο όμως που έστρεψε μαζικά το λαό στο ποδόσφαιρο ήταν η τηλεόραση, φέρνοντας για πρώτη φορά την μπάλα μέσα στα «καθιστικά» των πολυκατοικιών. Και ενώ το τηλεθέαμα εμπλουτιζόταν «πολιτισμικά» με σειρές του «Αγνωστου πολέμου», συντελούνταν τότε και η πρώτη εμπορικοποίηση του αθλήματος.
Ετσι ξεκίνησε ένας αχαλίνωτος επαγγελματισμός των συντελεστών του ποδοσφαίρου, παικτών, προπονητών, παραγόντων, μάνατζερ κ.ο.κ.
Η ποιοτική άνοδος που γνώρισε όμως το ελληνικό ποδόσφαιρο μετά το 2000 και μέσω της εθνικής μας ομάδας, οφειλόταν κατ' αρχήν σ' ένα "λάθος" που διέπραξαν κάποιοι αρμόδιοι και προσέλαβαν Γερμανό ως προπονητή της. Ο Οτο Ρεχάγκελ είχε μια έμφυτη απέχθεια απέναντι σε κάθε είδους "παράγοντες", κάτι που είχε πληρώσει ήδη επαγγελματικά στην πατρίδα του. Στην Ελλάδα πρόκοψε κυρίως επειδή στάθηκε απέναντι σε όλα αυτά τα βλαπτικά φαινόμενα, φέρνοντας έτσι μια καθαρή ποδοσφαιρική άνοιξη στον τόπο μας.

Η ανέλεγκτη εμπορικοποίηση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου με τις γνωστές προεκτάσεις της επιδρά αρνητικά στην πορεία του, διώχνοντας συνάμα τον πολύ κόσμο από το χώρο του. Από λαϊκό αγώνισμα και θέαμα, το ποδόσφαιρο εξελίσσεται πλέον σε εμπορικά ιδιωτικοποιημένο «τηλεσόου» εταιρειών, χάνοντας βαθμιαία τα αυθεντικά του στοιχεία. Μεταξύ τούτων οι γνήσιοι ποδοσφαιρόφιλοι, καμία σχέση με διεστραμμένους χούλιγκαν, που έκαναν και τραγούδια βλέποντας το ματς («μας πήρε το ποτάμι» λ.χ.).
Ηταν όμως τότε και οι παίκτες του φιλότιμου. Εκείνοι που έπαιζαν «για τη φανέλα» και το «αντριλίκι» τους: Μπέμπης, Ρωσίδης, Νεστορίδης, Δομάζος, Σαραβάκος, Καμάρας, Λουκανίδης, Μπέλλης και πολλοί άλλοι.
Ετσι τέθηκαν στο περιθώριο και οι γνήσιοι παράγοντες, οι ερασιτέχνες, που έχαναν σπίτια και επιχειρήσεις για την ομάδα (Λουκάς Μπάρλος, για παράδειγμα).

Την κρίσιμη πλευρά των ποδοσφαιρικών πραγμάτων τού σήμερα ανέδειξαν με τραγικά θεαματικό τρόπο τα όσα διαδραματίστηκαν κατά την περυσινή τελευταία αγωνιστική, όταν γράφτηκε ένας δραματικός επίλογος στην πολύχρονη ιστορία μιας λαϊκής ομάδας, της προσφυγικής ΑΕΚ. Καθόλου τυχαίο, ότι φίλοι διαφόρων άλλων ομάδων (και ο γράφων) διατηρούσαν πάντα μια παράλληλη συμπάθεια για την ομάδα της Φιλαδέλφειας, η οποία είχε διαμορφώσει κι ένα αυθεντικό πατριωτικό "προφίλ" στον κόσμο της.
Η ιστορική ομάδα περνούσε όμως τελευταία από τα χέρια του ενός τυχοδιώκτη σ' εκείνα του άλλου. Κάποιοι απ' αυτούς διακινούνται ακόμη μεταξύ ανακριτών και δεσμοφυλάκων.

Κι ενώ ο δοκιμαζόμενος από τα Μνημόνια μέσος Ελληνας έχει στερηθεί ακόμα και την «πολυτέλεια» να βλέπει ποδοσφαιρικές τηλεμεταδόσεις, πληρώνοντας δε αδρά τηλεοπτικά τέλη, φόρους και "χαράτσια", τούτο στερεί κι από τα Ελληνόπουλα κάθε δυνατότητα διάκρισής τους στα γήπεδα.
Οι «μάνατζερ» προτιμούν τα «γερασμένα άλογα» απ' έξω, που λόγω φήμης και ονόματος ανεβάζουν «αποδόσεις». Συνιστά δε μεγάλη πρόκληση στα τελευταία χρόνια, εν μέσω κρίσης και φτώχειας να μεταδίδονται, αντί αθλητικών ειδήσεων, ρεπορτάζ για «αστρονομικά ποσά» αγορών ποδοσφαριστών με πραγματικό ή «πλαστικό» ταλέντο.

Καθόλου τυχαίο ασφαλώς, εν όψει των παραπάνω, το γεγονός ότι πολλοί από τους παίκτες της Εθνικής μας, ανακαλύφθηκαν από ομάδες του εξωτερικού και διαπρέπουν ευτυχώς εκεί, διότι εδώ μάλλον θα τους «έτρωγε η μαρμάγκα».
Η κρίση που διανύουμε ως έθνος και κοινωνία ίσως μπορούσε να προκαλέσει μια τομή και στο ποδόσφαιρο. Πρόκειται βεβαίως για ένα ζήτημα το οποίο αξιώνει σοβαρή πολιτική βούληση, καθώς και μια ανάλογη πρωτοβουλία.
Γράφει ο Γιάννης Τζώρτζης
Δημοσιογράφος, πολιτικός επιστήμονας
acadimies.gr/